- Εὐρυάναξ
- Εὐρυάνᾱξ , Εὐρυάναξmasc nom/voc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ευρυάναξ — εὐρυάναξ, ακτος, ὁ (θηλ. εὐρυάνασσα) (Α) αυτός που έχει ευρύ κράτος, μεγάλη δύναμη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευρυ * + άναξ] … Dictionary of Greek
Euryanax — (altgr. Εὐρυάναξ = weitherrschend) war der Sohn des spartanischen Prinzen Dorieus aus dem Hause der Agiaden. Sein Vater verließ Sparta als dessen Halbbruder Kleomenes I. König wurde, da er selbst damit gerechnet hatte den Thron zu besteigen und… … Deutsch Wikipedia
άναξ — (anax). Επιστημονική ονομασία γένους οδοντογνάθων εντόμων της οικογένειας των λιβελλιδών. Τα έντομα αυτά βρίσκονται σε όλους τους τόπους όπου υπάρχουν στάσιμα γλυκά νερά. Γνωστά είναι γύρω στα δώδεκα είδη, από τα οποία τα τρία ζουν στην Ευρώπη.… … Dictionary of Greek
Εὐρυάνακτα — Εὐρυάνᾱκτα , Εὐρυάναξ masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Εὐρυάνακτος — Εὐρυάνᾱκτος , Εὐρυάναξ masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)